Εκείνη τη χρονιά δεν έγινε σμπορ. Έγιναν μόνο δυο κηδείες. Ντύσαμε την Ελίτσα με το νυφικό της φόρεμα και ξαπλώσαμε το όμορφο κορμί της μέσα σε ένα απαίσιο φέρετρο. Τα ασημένια σκουλαρίκια δεν ήταν δίπλα της. Το χωριό μαζεύτηκε στη δική μας πλευρά του ποταμού. Στην άλλη μεριά, στο άλλο χωριό, έθαβαν το αγόρι τους. Μπορούσα να διακρίνω τον τάφο που είχαν σκάψει και το χώμα ήταν το ίδιο και το βάθος ήταν το ίδιο. Στη δική μας μεριά ήταν τρεις παπάδες, γιατί η γιαγιά δεν ανεχόταν με τίποτα την αθεΐα των κομμουνιστών. Όλοι κρατούσαμε ένα κερί και οι άνθρωποι απέναντι κρατούσαν επίσης κεριά, κι οι όχθες ζωντάνευαν από τις φωτιές ―δυο φλεγόμενα χέρια που δεν μπορούσαν να συναντηθούν. Ανάμεσά τους ήταν το ποτάμι.
Ο πρώτος παπάς άρχισε να ψέλνει και οι δυο μεριές άκουγαν. Τα μάτια μου ήταν στην Ελίτσα. Δεν μπορούσα να την αφήσω να φύγει και τα πάντα ήταν θολά στο μυαλό μου. «Γενεά πορεύεται», μου φαίνεται πως έψελνε ο παπάς, «και γενεά έρχεται, και η γη εις τον αιώνα έστηκε. Και ανατέλλει ο ήλιος και δύνει ο ήλιος. Αυτός ανατέλλων εκεί πορεύεται προς δυσμάς, προς τη Σερβία. Και πάντες οι χείμαρροι πορεύονται μακριά, ανατολικά της Δύσης. Τι το γεγονός; Αυτό το γενησόμενον. Και το πεποιημένον. Αυτό το ποιηθησόμενο. Και ουκ έστιν παν πρόσφατον υπό τον ήλιον».
Η φωνή του παπά έσβησε και τότε ένας άλλος παπάς στην άλλη μεριά άρχισε να ψέλνει. Οι λέξεις σωριάστηκαν πάνω στην καρδιά μου σαν πέτρες και σκεφτόμουν πόσο πολύ θα ήθελα να είμαι σαν το ποτάμι, που δεν είχε μνήμη, και πόσο λίγο σαν τη γη, που δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει.
του Μιροσλάβ Πένκοφ, από το Ανατολικά της Δύσης· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.