Σεγοντάροντας τον άνεμο, σκυμμένοι στα κουπιά.

λαθρεμπόριοΌλα γύρω έμοιαζαν να εναρμονίζονται με το ξύπνημα του «La Buena Ventura». Παρ’ όλο που δεν είχαμε ακόμα απομακρυνθεί απ’ την πόλη, αρχίζαμε ήδη να ζούμε σ’ έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό απ’ αυτόν της στεριάς· έναν κόσμο ερμητικό και μυστηριώδη, κλειδωμένο για τους αργόστροφους ή τους επιπόλαιους που μπορεί να τον θεωρούν μονότονο, επιφανειακό και ξένο, παρά τη συνταρακτική ζωή του, την πολυμορφία του και την άπειρη χρωματική του ποικιλία· έναν κόσμο αχανή σαν τη φιλοδοξία, προκλητικό σαν την ηδονή, παρθένο, ανεξερεύνητο και αεικίνητο σαν την ίδια τη ζωή· έναν κόσμο που, όπως ακριβώς τη ζωή, τον αγαπάς, τον μισείς, και τον φοβάσαι· τον ταυτόχρονα πολλαπλό και ενιαίο κόσμο με τα ευμετάβολα νερά, τα ζεστά χρώματα, τις λεπτές αποχρώσεις, τις φευγαλέες ίριδες, τον αφρό που είναι απείρως πιο εύθρυπτος από το ροδοπέταλο ή τη δαντέλα, τα λυγερά και τα φουσκωμένα κύματα που χαϊδεύουν και εκνευρίζουν, τις φονικές και αμείλικτες φουρτούνες, τις εκκωφαντικές και τρομαχτικές συμφωνίες, τα νανουρίσματα· τον κόσμο με τα σιωπηλά ατσάλινα σαγόνια που σκοτώνουν απροειδοποίητα· τον κόσμο της υποκρισίας και του μιμητισμού, της άπειρης υπομονής του στρειδιού, της ακόρεστης λαιμαργίας του καρχαρία, της ακατανίκητης δύναμης της φάλαινας, της ανυπεράσπιστης αδυναμίας ―χωρίς καν την άμυνα της κραυγής― της σαρδέλας και της ρέγκας· έναν κόσμο πρωτεϊκό και συγκεχυμένο, ερμητικό και μυστηριώδη: τον κόσμο της θάλασσας.

Κι αυτός ο κόσμος, τώρα, ξυπνούσε και ζωντάνευε, απαντώντας στο κάλεσμα του πρωινού. Δώδεκα-δεκατέσσερα ψαράδικα, με ορθάνοιχτα πανιά, ξανοίγονταν στη θάλασσα. Ήταν οι ψαράδες της Πούντας που, στωικοί και απαυδισμένοι, ξεκινούσαν για το σκληρό μεροκάματο που μετά βίας θα έφτανε το ένα πέσο για τον καθένα. Κάποιοι σεγόνταραν τον άνεμο, σκυμμένοι στα κουπιά τους, στον κεντρικό πάγκο· άλλοι, σε πιο βαριά πλεούμενα, κωπηλατούσαν όρθιοι, με αναλλοίωτο ρυθμό. Στους πάγκους της πλώρης, έβλεπες τα ανθεκτικά κασόνια για τους αστακούς, μπογιατισμένα κόκκινα· και κάτω από την κουπαστή, αραδιασμένα το καμάκι, ο γάντζος και τα παραγάδια. Απ’ τη μια βάρκα στην άλλη πετάγονταν πρόστυχα πειράγματα, χυδαία σαν πορνογραφικά καρτ-ποστάλ, που σχεδόν όλα περιείχαν ομοφυλοφιλικούς υπαινιγμούς.

(…)

Ο ήλιος, ζεματιστός και τώρα στρογγυλός σαν φινιστρίνι που μόλις είχε γυαλιστεί, έβαφε χρυσαφιά τα σύννεφα. Τεράστιες τούφες βαμβάκι, με διαμάντινο περίγραμμα και μολυβένιο κέντρο, απλώνονταν μακριά, πάνω απ’ το νερό. Το πρωινό ήταν διάφανο σαν την πιο αγνή προαίρεση. Και καθώς η ζωή, επιβάλλοντας τους νόμους της, ήθελε να χαλάσει αυτήν την αγνότητα, έξι πελεκάνοι αποδεκάτιζαν τα κοπάδια σαρδέλες που, το ξημέρωμα, έψαχναν στον όρμο κάπου να κρυφτούν από τους πιο θανάσιμους εχρθούς τους.

του Ενρίκε Σέρπα, από το Λαθρεμπόριο· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Opera

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *