Κάποιοι πίστεψαν πως μπορούν να εξευμενίσουν τον άνθρωπο. Κάποιοι πίστεψαν πως μπορούν να αναδείξουν την γύμνια της θρησκείας όπως εξασκείται πάνω στους πειθήνιους πιστούς. Κάποιοι πίστεψαν πως μπορούν να κάνουν τον κόσμο να γελάσει αναδεικνύοντας τα στραβά του κόσμου. Κάποιοι πίστεψαν πως είναι καλύτερο να πεθάνεις όρθιος παρά να ζεις γονατιστός. Κάποιοι πίστεψαν πως η βία δεν αντιμετωπίζεται με βία και δέχθηκαν τη βία. Και είδαν το αίμα τους να κυλά. Είχαν δίκιο. Δεν πέθαναν ποτέ.
Γιατί έζησαν για να εργάζονται για τον άνθρωπο. Έζησαν να εργάζονται για εκείνον που τους σκότωσε. Για να μην σκοτώσουν και τα παιδιά του φονιά τους. Για να σώσουν μια γενιά ή να φτιάξουν μια μερίδα που θα αντισταθεί στη μισαλλοδοξία. Τους λες και αυτόχειρες ενός ματαιωμένου ιδεολογικά κόσμου. Τους λες ρομαντικούς και Ήρωες, Δονκιχώτιδες του σήμερα. Μα πάντα υπήρχε ένας Δον Κιχώτης, διαφορετικά δεν θα τον είχε εμπνευστεί ο Θερβάντες.
“Είναι σκληρό να σε αγαπούν ηλίθιοι” έλεγε ο Μωάμεθ στο εξώφυλλο ενός περιοδικού που δεν άρεσε. Όχι δεν άρεσε. Το δέχθηκαν ελάχιστοι, το μίσησαν πολλοί. Το μίσησαν κι εκείνοι που το αποθέωσαν κατόπιν εορτής και στην Ελλάδα μας. Το μίσησαν κι εκείνοι που τώρα θέλουν να καπηλευτούν το φονικό εν όψει εκλογών. Έτσι δεν είναι;
Είχαμε τη Βαβέλ και το Παρά Πέντε, είχαμε τους αιρετικούς και τους τρελούς που προτίμησαν το περιθώριο μετά τη λάσπη που δέχθηκαν κατάμουτρα. Εκείνοι που μίσησαν, είναι αυτοί που μάχονται υπέρ της ελευθερίας της γνώμης τώρα. Και αυτό είναι νίκη. Είναι η Νίκη με “Ν” κεφαλαίο.
Για να ασκήσεις κριτική, πρέπει να αγαπάς τον Άνθρωπο. Κάνεις κριτική γιατί θες να αλλάξεις τον άνθρωπο, θες να τον δεις καλύτερο και αυτόν και την κοινωνία του. Ή αλλιώς σωπαίνεις. Μάχεσαι για το Δικαίωμα, όταν θες να εκχωρήσεις και εσύ ο ίδιος το Δικαίωμα όταν και αν ποτέ λάβεις την Εξουσία. Ή αλλιώς σωπαίνεις και αποδέχεσαι. Σκύβεις το κεφάλι. Σηκώνεις το κεφάλι όταν κοιτάζεις έναν άλλο ορίζοντα, όταν έχεις προοπτική. Όταν δεν γνωρίζεις κανένα Δόγμα και κανένα χρώμα. Όταν αποδέχεσαι τη διαφορετικότητα.
Είναι σκληρό να σε αγαπούν ηλίθιοι γιατί όταν οι ηλίθιοι καταλάβουν ότι δεν είσαι εκείνο που φαντάστηκαν, θα σε λιθοβολήσουν. Τόσο απλά.
Ακούω ένα παλιό ηπειρώτικο τραγούδι. Λέει:
Πάρτε ζβάρνα τα βουνά τις κορφές
νησιά και πόλεις, τα χωριά, γιοφύρια
και αλωνίστε τα βρε.
Και λέει:
Πάρτε τα ζβάρνα όλα κάψτε τα βρε
κάψτε κάθε παλιό, για να βγει από μέσα
ο πιο όμορφος ανθός.
Κάψτε τα βρε με την πένα, με τον Λόγο, με την κριτική, με την κόντρα κριτική, με το σκίτσο με το χιούμορ με την έμπνευση, με αυτά βρε. Αυτή είναι η φωτιά που θα καίει για πάντα, αυτή είναι η φωτιά που δεν θα μπορέσουν να σβήσουν ποτέ, σκέφτομαι.
Οι άλλες οι φωτιές είναι εφήμερες. Κάνουν ένα μπαμ, διατυμπανίζονται για λίγο, σιγοσβήνουν, χάνονται. Μένει η στάχτη και γίνεται η καλύτερη ύλη για να ανθήσει πάνω της η νέα Μέρα, η νέα σουβλιά, η νέα ενόχληση για το σύστημα.
Κανείς δεν πέθανε για τις ιδέες του, για τις ιδέες εκείνες που αγάπησαν τον άνθρωπο. Δεν τις αξίζει αυτές τις ιδέες ο άνθρωπος, μα ο χρόνος αγαπά αυτές τις ιδέες και τις χαρίζει σε εκείνους τους λίγους που μπορούν να τις εξελίξουν σε κάτι άλλο. Σε κάτι διαφορετικό.
Που μπορεί μια μέρα να το μισήσεις και εσύ ο ίδιος.
του Χρήστου Δεμέτη