Παραμονή Χριστουγέννων

Έκλεισα το τηλέφωνο και προσπάθησα να σηκωθώ. Τα πλακάκια του μπάνιου ήταν παγωμένα κι εγώ ήμουν με το βρακί και το κοντομάνικο Δεκέμβρη μήνα, οπότε ήταν δυο φορές παγωμένα. Η πόρτα έτριξε καθώς την άνοιγα.
Παράτησα το κινητό στο γραφείο, το έκλεισα κι έπεσα στο κρεβάτι να ζεσταθώ. Μετά από λίγα λεπτά η ζέστη από τη γάμπα μου έσπρωχνε προς τα κάτω το κρύο που ένιωθα στο πόδι μου. Στο τέλος έμεινε μόνο το μεγάλο μου δάχτυλο να είναι παγωμένο και κάπου εκεί πρέπει να με πήρε ο ύπνος.

Για μία ακόμη φορά είχαμε τσακωθεί, απ’ αυτούς τους περίεργους τσακωμούς από τους οποίους κι οι δύο βγαίνουν πληγωμένοι. Μου είπες ψέμματα, δεν σου είπα, δεν μου είπες την αλήθεια, δεν στην είπα γιατί δεν ήθελα να γίνουμε έτσι, τι θέλεις από μένα πια, να με θέλεις όπως σε θέλω αυτό θέλω, δεν μπορώ κάθε φορά τα ίδια, ούτε εγώ μπορώ κάνε λίγο πίσω μια φορά, δηλαδή μόνο εσύ προσπαθείς αυτό μάς λες και δώστου πάλι και πάλι και πάλι. Λόγια που δεν έχει σημασία ποιος τα έλεγε, γιατί όποιος και να τα έλεγε το μόνο που έβγαινε ήταν να πληγωνόμαστε κι οι δύο.

Ξύπνησα σε μια ώρα, ο ήλιος έδυε. Ωραία παραμονή Χριστουγέννων! Όχι πως με ένοιαζε για τη μέρα. Σκατά και στα Χριστούγεννα, σκατά και στο μπαλέτο. Έστειλα σε μια φίλη μου. «Έχω ένα εισιτήριο για τον Καρυοθραύστη στη Λυρική απόψε. Έρχεσαι; Είναι δωρεάν, δεν θέλω λεφτά». Είχε κανονίσει με τους γονείς της. Η δασκάλα μου του πιάνου έπαιζε κάλαντα με τη μπάντα του δήμου. Κι έτσι έμεινα με ένα εισιτήριο αμανάτι.
Δοκίμασα να φάω κάτι, αλλά δεν πήγαινε κάτω τίποτα εκτός από έναν κουραμπιέ. Τον έφαγα, στο καπάκι άλλον έναν και μετά αισθάνθηκα τύψεις. Το μοντέρνο ηθικό συναίσθημα. Τα προβλήματα του Πρώτου Κόσμου, οι τύψεις.
Της έστειλα μήνυμα, μπορώ να σε καλέσω να τα πούμε; Την έβλεπα να απαντάει. Δακτυλογραφεί, δακτυλογραφεί, δακτυλογραφεί… Είπα πως θα μου έγραφε τίποτα ωραίο, έλα, δεν πειράζει, ας τα βρούμε, χρονιάρες μέρες. «Δεν έχω να πω τίποτα» ήρθε τελικά το μήνυμα. Το έσβησα, διέγραψα και τη συνομιλία και κάθισα στο γιουτιούμπ.

Πήγε 19:00 κι είπα θα πάω και πήρα και τα δύο εισιτήρια. Σκέφτηκα μήπως το έδινα σε κανέναν στο ταμείο, να μην πήγαιναν χαμένα και τα λεφτά. Δεν ντύθηκα για Λυρική, αλλά ούτως ή άλλως δεν είχα και ρούχα Λυρικής. Πήρα και το δώρο της, δεν ήθελα να το αφήσω σπίτι. Καβάλησα τη μηχανή κι έφυγα. Τουλάχιστον δεν θα χάλαγα βενζίνη για το αμάξι.

Έφτασα γρήγορα. Δεν είχε κίνηση, αλλά είχε πολύ κρύο. Ξύλιασαν τα πόδια μου. Πάρκαρα στην Ιπποκράτους, απέναντι από την πανεπιστημιακή λέσχη του Καποδιστριακού. Έβαλα το κράνος και τα γάντια μέσα στη μπαγκαζιέρα και κλείδωσα.
Στη γωνία προσπέρασα ένα ζητιανάκι με φορμίτσα και φούτερ. Ούτε να με κοιτάξει ούτε να προσπαθήσει να μου ζητήσει λεφτά. Παρόλα αυτά, μάλλον θα του έδινα κάτι. Το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Διψούσα σαν τράγος στο βουνό τον Αύγουστο και σταμάτησα στο περίπτερο να πάρω δυο νερά. Πλήρωσα με δεκάευρο και εκεί που ο περιπτεράς μού έβαζε στο χέρι τα ρέστα, το ζητιανάκι εμφανίστηκε πλάι μου με απλωμένο το χέρι και ματιά παράκλησης. Του έκανα με τα μάτια «όχι» και μου γύρισε την πλάτη συνηθισμένο στις αρνήσεις.

Στη στοά δίπλα στη Λυρική, εκεί που έκοβε λίγο ο αέρας, καθόταν ένας ζητιάνος με μια κουβέρτα τυλιγμένη πάνω στα βρώμικα, σκισμένα ρούχα του.
Στον προθάλαμο της Λυρικής, πριν τον έλεγχο, περίμενε κόσμος στο ταμείο για ακυρώσεις. Έξω μερικά πηγαδάκια από καπνιστές τουρτούριζαν. Δυο γιαγιάδες με γουναρικά βγήκαν από ένα πελώριο ταξί. Λες κι οι πλούσιοι διαλέγουν επίτηδες μεγάλα ταξί. Όλοι καλοντυμένοι, εγώ με το δερμάτινο της μοτοσυκλέτας και το τζην από κάτω.
Πλησίασα το ταμείο να ρωτήσω μήπως κάποιος ήθελε ένα εισιτήριο στην πέμπτη σειρά. Δύο ψιλοτσακώνονταν. Εγώ ήρθα πρώτη, όχι, εγώ ήμουν πρώτος. Η ταμίας προσπαθούσε να τους κρατήσει σε μια σειρά, να μην ενοχλούν και την πρόσβαση στο γκισέ. Είχαμε μισή ώρα μέχρι να αρχίσει η παράσταση.

Γύρισα στο ζητιάνο. Δεν το είχα ξανακάνει αυτό. Στάθηκα μπροστά του και ούτε που με κοίταξε. Δεν σάλευε, σχεδόν δεν ανάσαινε. Έσκυψα μπροστά του και κοίταξα μέσα στα μάτια του, που είχαν τρυπώσει βαθιά μέσα στις ρυτίδες και στα γένια του. Μύρισα μια βρωμερή ανάσα που έβγαινε με πολύ χαμηλό ρυθμό, σαν τα πνευμόνια του να δούλευαν στο ρελαντί και να έκαιγαν σκατά αντί για οξυγόνο.
«Έχω ένα εισιτήριο για τη Λυρική, σε μισή ώρα» είπα και το έβγαλα από την τσέπη μου. Του το έτεινα. «Ορίστε. Ελάτε, αν θέλετε, ή πουλήστε το».
Για πρώτη φορά κατέβασε τα μάτια του να κοιτάξει το εισιτήριο και μετά εμένα, για να διαπιστώσει αν του κάνω πλάκα. Του το έτεινα ξανά. Τότε ένα χέρι κουνήθηκε κάτω από την κουβέρτα και βγήκε από μια τρύπα. Το πήρε και ξαναμπήκε μέσα.
«Χαίρετε» είπα. Εκείνος τίποτα. Στάθηκα πάλι όρθιος και γύρισα να φύγω.

Οι ταξιθέτες έξω από την αίθουσα ήταν όλοι άντρες, πολλών ηλικιών κι ομολογώ ότι δεν το είχα ξαναδεί αυτό. Μου χτύπησε παράξενα. Μου έλεγξαν το εισιτήριο στην είσοδο και μου είπαν «στο βάθος δεξιά».
Η αίθουσα αναμονής ήταν στολισμένη με δύο μεγάλα κλαριά δέντρων που είχαν βουτηχτεί σε χρυσαφένια μπογιά με στρας. Μια κυρία μιλούσε σε ένα παιδάκι σε αναπηρικό καροτσάκι που φαινόταν να δυσκολεύεται να την καταλάβει.
Είχε και δεύτερο όροφο, προς τους εξώστες. Είχε κι ένα δέντρο στολισμένο και φωτισμένο με λευκά προς μπλε λαμπάκια που άναβαν και έσβηναν σαν τη Μεγάλη Παρασκευή.
Χτύπησε το πρώτο κουδούνι. Οι κυρίες με τις τουαλέτες, οι γιαγιάδες με τα γουναρικά και οι κύριοι με τα κουστούμια άρχισαν να στριμώχνονται σιγά-σιγά στις εισόδους που άνοιξαν. Το μέρος δεν είχε πολύ φως, το περίμενες πιο εντυπωσιακό. Μια οθόνη πολυμέσων ήταν σβηστή.

Μέσα στην αίθουσα οι ταξιθέτριες ήταν όλες γυναίκες και φορούσαν όλες μαύρο ταγέρ, λευκό μπλουζάκι κι ένα επαγγελματικό χαμόγελο. Οι μουσικοί μαζεύονταν στο χώρο τους, ανάμεσα στην πλατεία και στη σκηνή, και κούρδιζαν τα όργανά τους και ζεσταίνονταν. Μετά από λίγα λεπτά φοβήθηκα ότι θα χρειαζόμουν ψυχοφάρμακα.
Έπιασα να μετράω τους προβολείς που κρέμονταν μπροστά από τους εξώστες. Όταν τελείωσα χάζευα τον κόσμο. Έπειτα παρατηρούσα σε έναν εξώστη τη μασχάλη μιας κυρίας που ήταν ακάλυπτη από το φόρεμά της.

Οι θέσεις γύρω μου γέμιζαν σταθερά. Μόνο αυτή δίπλα στη δική μου έμενε άδεια. Έβγαλα το μπουφάν μου και το τοποθέτησα στα πόδια μου. Βολεύτηκα κι άρχισα να χαζεύω το πρόγραμμα. Διανομή, σκηνικά, κοστούμια, χορογραφία, πληροφορίες για τον Τσαϊκόφσκι. Σιχαινόμουν το μπαλέτο.
Η αίθουσα γέμιζε και τώρα είχε πραγματική φασαρία. Έκλεισα τα μάτια μου και πίεσα λίγο τους καρπούς μου στο πλάι. Μου το είχε μάθει η ρεφλεξολόγος μου αυτό για να ηρεμώ.
Άρχισαν να έρχονται και νέοι άνθρωποι, κατά βάση κορίτσια, δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, 18άρες, απ’ αυτές που μας γαμούν τα λύκεια. Ελάχιστα αγόρια είδα κι αυτά ήταν έξω απ’ τα νερά τους. Είχαν φέρει τα κορίτσια τους. Κι εγώ ήθελα να είχα φέρει τη δικιά μου.
Ήρθαν και δυο πολιτικοί. Μετριοπαθείς, γι’ αυτό αισθάνονταν ασφαλείς.
Μέσα στη φασαρία άκουσα τυχαία το τρίτο κουδούνι να χτυπά. Είχα χάσει το δεύτερο. Τα φώτα έσβησαν σιγά σιγά, τα σούσουρα μειώθηκαν σαν κάποιος να γύριζε έναν αόρατο, μεγάλο ροοστάτη. Απαγορεύεται η φωτογράφιση και η βιντεοσκόπηση. Παρακαλούμε, απενεργοποιήστε τα κινητά σας τηλέφωνα. Τσέκαρα το δικό μου ξανά, παρόλο που το είχα ήδη κλείσει.

Ο μαέστρος υποκλίθηκε, η εισαγωγή άρχισε, χωρίς να ανοίξει η σκηνή. Ο κόσμος δεν σταματούσε να μιλάει, απλώς μιλούσε πιο χαμηλόφωνα. Αφού δεν είχαν τίποτα να δουν, γιατί να έκαναν ησυχία για τη μουσική;
Η θέση δίπλα μου ακόμη άδεια. Σκέφτηκα το ζητιάνο, αν τελικά κατάφερε να το πουλήσει.

Τελείωσε η εισαγωγή κι εκεί που άνοιγε η σκηνή μια ταξιθέτρια έφερε σκυφτή και κάθισε δίπλα μου το ζητιανάκι. Με κοίταξε με την άκρη του ματιού του και μετά πάλι μπροστά.

Σε όλο το πρώτο μέρος δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του. Δεν το άκουγα ούτε να ανασαίνει. Τα περισσότερα της ηλικίας του μιλούσαν κι οι γονείς τους προσπαθούσαν να τα συνετίσουν. Αυτό κοιτούσε με τα δυο του γουρλωτά μάτια τη σκηνή, μια ερωτική ιστορία πολλών δεκάδων χρόνων πίσω, με βασιλιάδες, πρίγκηπες και έρωτες.

Ούτε στο διάλειμμα κινήθηκε. Μπορεί να φοβόταν να μην του πάρουν τη θέση. Έβγαλα ένα πεντάευρο από το πορτοφόλι μου και του το έδωσα. «Πήγαινε να πάρεις κάτι να φας» του είπα κι αυτό άρπαξε το πεντάευρο χωρίς να σταματήσει να με κοιτάει αμίλητο. Το έβαλε στην τσέπη του και ξανασφίχτηκε μέσα στο κάθισμα. Γύρισα κι εγώ μπροστά και ξεφύλλισα πάλι το πρόγραμμα.
Ξαφνικά πετάχτηκε, κάπου ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο κουδούνι, και έφυγε προς τα έξω. Γύρισε σε ένα λεπτό με δύο μεγάλα πακέτα τσιπς. Έκανε να μου δώσει τα ρέστα, αλλά του έγνευσα με το κεφάλι μου «όχι». Σφήνωσε τα πακέτα στην καρέκλα.

Η δεύτερη πράξη συνέχισε το ίδιο. Ο πρίγκηπας γύρισε όλον τον κόσμο για να βρει την πριγκήπισσα, την οποία είχε απαγάγει ο κακός της ιστορίας. Τη βρήκε, την έσωσε, έσφαξε τον κακό, την παντρεύτηκε κι έζησαν αυτοί καλά.

Μόλις άναψαν τα φώτα κι άρχισαν τα χειροκροτήματα, ο μικρός πετάχτηκε σαν ελατήριο, άρπαξε τα πατατάκια κι έτρεξε προς την πόρτα. Δεν πρόλαβα καν να του πω γεια.
Χειροκρότησα, περίμενα το τσούρμο κι ύστερα έφυγα κι εγώ με τους τελευταίους. Οι ταξιθέτριες μάς χαιρετούσαν στην πόρτα χαμογελαστές. Μια μελαχροινή μού ευχήθηκε καλές γιορτές.

Βγήκα έξω κι έστριψα δεξιά για να πάω στη μοτοσυκλέτα μου. Έκανα σλάλομ μέσα από τον κόσμο που χαλάρωσε στο περίπτερο.
Δεξιά μου, στην εισόδο της στοάς, εκεί που έκοβε ο αέρας, το ζητιανάκι βολευόταν μαζί με τον κύριο κάτω από την κουβέρτα. Ο καθένας τους είχε μπροστά του ανοιχτό από ένα σακούλι με πατατάκια. Βούταγαν τα βρώμικα χέρια τους, έπιαναν ένα, το έχωναν στο στόμα τους και μετά έγλυφαν και τα δάχτυλα με τα οποία το έπιασαν. Ήταν προσυλωμένοι στο έργο τους και δεν με είδαν.

Συνέχισα ευθεία για να μην μπω από τη στοά και τους συναντήσω. Πήρα τη μηχανή κι έφυγα. Δεν θα γυρνούσα ακόμη, θα πήγαινα μια βόλτα. Ίσως να περνούσα κι από το σπίτι της. Ήθελα να της μιλήσω, να της έδινα κι εκείνο το δώρο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *